- καθεκτικός
- καθεκτικόςcapable of holdingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθεκτικός — καθεκτικός, ή, όν (Α) [καθέκτης] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δυνατότητα να κατέχει, να κρατεί, να συγκρατεί κάτι, συνεκτικός («ἡ μνήμη ἕξις καθεκτικὴ ὑπολήψεως», Αριστοτ.). επίρρ... καθεκτικῶς (Α) με καθεκτικό τρόπο (φρ. «καθεκτικῶς ἔχω»… … Dictionary of Greek
καθεκτικά — καθεκτικός capable of holding neut nom/voc/acc pl καθεκτικά̱ , καθεκτικός capable of holding fem nom/voc/acc dual καθεκτικά̱ , καθεκτικός capable of holding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτικώτερον — καθεκτικός capable of holding adverbial comp καθεκτικός capable of holding masc acc comp sg καθεκτικός capable of holding neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτικόν — καθεκτικός capable of holding masc acc sg καθεκτικός capable of holding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτικαῖς — καθεκτικός capable of holding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτικαί — καθεκτικός capable of holding fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτικοί — καθεκτικός capable of holding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτικοῦ — καθεκτικός capable of holding masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτικῆς — καθεκτικός capable of holding fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεκτικῇ — καθεκτικός capable of holding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)